-
1 υποχώρηση
[ипохориси] ουσ. в. отход, отступление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποχώρηση
-
2 отступление
-
3 уступка
уступка ж η παραχώρηση, η υποχώρηση; идти на \уступкаи κάνω υποχωρήσεις* * *жη παραχώρηση, η υποχώρησηидти́ на усту́пки — κάνω υποχωρήσεις
-
4 отступление
отступлениес1. воен. ἡ ὑποχώρηση[-ις], ἡ ὀπισθοχώρηση [-ις]:временное \отступление ἡ προσωρινή ὑποχώρηση·2. (уклонение) ἡ παρεκτροπή, ἡ παράβαση [-ις], τό παραμέρισμα:\отступление от закона (от правил) ἡ παράβαση τοῦ νόμου (τών κανόνων)·3. лит. ἡ παρέκβαση [-ις]. -
5 отлив
-а α.1. έκχυση• εκκένωση, άδειασμα.2. έκχυση με άντληση.3. (για νερά, κύματα κ.τ.τ.) κύλιση (γύρισμα) προς τα πίσω, επιστροφή.4. (γΐ-α μέταλλα) χύση, χύσιμο.5. η άμπωτη•отлив и гфилив άμπωτη και παλίρροια.
|| μτφ. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || υποχώρηση•временный отлив революции προσωρινή υποχώρηση της επανάστασης.
6. απόχρωση•золотой отлив χρυσαφένια απόχρωση.
|| παλ. αναλαμπή, έκλαμψη φωτός• ανταύγεια, αντιλαμπή. -
6 отступление
-я ουδ.1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση• πισωδρόμηση•отступление вражеских войск υποχώρηση των εχθρικών στρατευμάτων.
2. μετακίνηση• απομάκρυνση• απόσυρση.3. κάμψη, λύγισμα•отступление перед трудностями λύγισμα μπροστά στις δυσκολίες.
4. παράβαση αθέτηση• ε, κτροπή απομάκρυνση•отступление от правил παράβαση των κανόνων•
отступление от темы απομάκρυνση από το θέμα.
(φιλγ.) παρέκβαση•лирическое отступление λυρική παρέκβαση.
-
7 уступка
-и θ.1. παραχώρηση•уступка территории παραχώρηση εδάφους•
обратная уступка αντιπαραχώρηση.
2. υποχώρηση•уступка насилию υποχώρηση στη βία.
3. έκπτωση, σκόντο•десять процентовуступкаи δέκα τα εκατό έκπτωση.
-
8 отступление
1. (отход) η υποχώρηση 2. (отказ от чего-л., нарушение чего-л.) η υπαναχώρηση, η παράβαση 3. литер. η παρέκβασηлирическое - λυρική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отступление
-
9 реакция
1. (хим., физиол., биол.) η αντίδραση 2. (на приложенную силу, нагрузку и т.п.) η αντίδρασ/η, η αντενέργεια. аэродинамическая - του αέρος, - на действие органа управления ав. η ανταπόκριση/αντίδραση του οργάνου ελέγχου- отдачи η ανάκρουση, η οπισθοδρόμησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реакция
-
10 ремиссия
мед. η ύφεση (της ασθένειας), η υποχώρηση (της νόσου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ремиссия
-
11 уступка
1. (отказ от чего-л. в пользу другого лица) η παραχώρησηмаксимальная - μεγίστη - 2 (отступление под воздействием чего-л.) η υποχώρηση3. (соглашение, компромисс) η παραχώρηση, ο συμβιβασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уступка
-
12 отход
отходм1. (отправление, отбытие) ἡ ἀναχώρηση [-ις], ἡ ἀπέλευση (поезда)/ ὁ ἀπόπλους (судна)·2. воен. (отступление) ἡ ὑποχώρηση [-ις], ἡ ὀπισθρχώρηση[-ις]·3. перен ἡ ἀπομάκρυνση [-ις] / ἡ παρεκτροπή (отклонение). -
13 прикрывать
прикрыватьнесов1. (закрывать) σκεπάζω, καλύπτω / κλεί(ν)ω. σφαλίζω, σφαλ(ν)ῶ (дверь и т. п.)·2. воен. (защищать) καλύπτω, προστατεύω:\прикрывать отход καλύπτω τήν ὑποχώρηση·3. перен (замаскировывать) σκεπάζω, κρύβω, συγκαλύπτω:\прикрывать ложь σκεπάζω τήν ψευτιά·4. (ликвидировать) разг κλείνω, διαλύω, βάζω τέλος. -
14 уступка
усту́пк||аж1. ἡ παραχώρηση [-ις], ἡ ὑποχώρηση [-ις]:идти́ на \уступкаи κάνω ὑπο-χωρήσεις·2. (в цене) ἡ ἐκπτωση, τό σκόντο. ' -
15 отступление
[ατστουπλιένιιε] ουσ. ο. υποχώρηση -
16 отступление
[ατστουπλιένιιε] ουσ ο υποχώρηση -
17 дань
-и θ.1. παλ. δόσιμο είδος φόρου).2. μτφ. χρέος, ηθική υποχρέωση•принести -уважения εκδηλώνω το σεβασμό•
дань уважения ενδειξη σεβασμού.
εκφρ.отдать ή заплатить – κ.τ.τ. дань α) δίνω (αποτίω) φόρο τιμής, β) κάνω υποχρεωτική υποχώρηση. -
18 капитуляция
-и θ.1. συνθηκολόγηση•капитуляция города συνθηκολόγηση πόλης•
капитуляция армии συνθηκολόγηση του στρατού•
безоговорочная капитуляция η άνευ όρων συνθηκολόγηση.
|| μτφ. το δίπλωμα, υποχώρηση από θέσεις που υποστηρίζω.2. παλ. άνιση συμφωνία (αποικιακής χώρας με καπιταλιστική). -
19 осадка
-и θ.1. καθίζηση, κάθισμα, υποχώρηση εδάφους.2. βύθισμα, εκτόπισμα πλοίου. -
20 осаживание
-я ουδ.αναχαίτηση, σταμάτημα• συγκράτηση. || πισωδρόμηση υποχώρηση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υποχώρηση — η / ὑποχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ] οπισθοδρόμηση, οπισθοχώρηση (α. «έκανε να δρασκελίσει τον φράχτη, αλλά υποχώρησε και σε λίγο έφυγε» β. «πελαγίαν ποιεῑσθαι τὴν ὑποχώρησιν», Πολ.) νεοελλ. 1. παραίτηση από αξιώσεις, συγκατάβαση, συμβιβασμός… … Dictionary of Greek
υποχώρηση — η 1. το να υποχωρεί κανείς, η οπισθοχώρηση, το πισωδρόμισμα: Άτακτη υποχώρηση του στρατού. 2. καθίζηση, κατολίσθηση: Υποχώρηση του εδάφους. 3. περιορισμός αξιώσεων, συγκατάβαση, συμβιβαστικότητα: Στις διαπραγματεύσεις δεν κάνει υποχώρηση καμιά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποχωρήση — ὑποχώρησις retirement fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρήσῃ — ὑποχωρήσηι , ὑποχώρησις retirement fem dat sg (epic) ὑποχωρέω go back aor subj mid 2nd sg ὑποχωρέω go back aor subj act 3rd sg ὑποχωρέω go back fut ind mid 2nd sg ὑ̱ποχωρήσῃ , ὑποχωρέω go back futperf ind mp 2nd sg ὑ̱ποχωρήσῃ , ὑποχωρέω go back… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
ένδοση — η (AM ἔνδοσις) υποχώρηση αρχ. 1. (για αρρώστια) ελάττωση, ύφεση 2. χαλάρωση («ἐνδόσει τινὶ τόνου», Πλούτ.) 3. υποχώρηση, καθίζηση («στερεὰν γὰρ οὖσαν, παλαιουμένην οὐκ εἰς τὸ κάτω τὴν ἔνδοσιν λαμβάνειν», Στράβ.) 4. αποχώρηση, υποχώρηση στρατού 5 … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek